- διαξιφισμός
- ο (Α διαξιφισμός) [διαξιφίζομαι]η ξιφομαχίανεοελλ.ανταλλαγή δηκτικών υπαινιγμών, έντονων χαρακτηρισμών σε προφορική συζήτηση, αλληλογραφία ή αρθρογραφία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαξιφισμός, ο — διαξιφισμός, ο, 1. ανταλλαγή χτυπημάτων με ξίφος. 2. μτφ., ανταλλαγή επικριτικών, δηκτικών φράσεων σε συζήτηση: Ανταλλάσσουν διαξιφισμούς σε κάθε συνάντησή τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαξιφισμός — fighting with swords masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαξιφισμούς — διαξιφισμός fighting with swords masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)